ἀπροσάρμοστος — not befitting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσάρμοστος — η, ο αυτός που δεν αρμόζει σε κάποιον ή κάτι, ανάρμοστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε κάτι 2. «απροσάρμοστα παιδιά» παιδιά που για κάποιο λόγο, παροδικά ή μόνιμα, δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σωστά την… … Dictionary of Greek
ἀπροσάρμοστον — ἀπροσάρμοστος not befitting masc/fem acc sg ἀπροσάρμοστος not befitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αντικοινοβουλευτικός — ή, ό 1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα 2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
Γκόλντσμιθ, Όλιβερ — (Oliver Goldsmith, Πάλας 1728 – Λονδίνο 1774).Ιρλανδός συγγραφέας και κωμωδιογράφος. Γιος παπά, σπούδασε στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας του Δουβλίνου, όπου εργαζόταν, για να πληρώνει τα δίδακτρα, ως υπηρέτης των καθηγητών και των πλουσιότερων… … Dictionary of Greek
ασυνταίριαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να συνταιριάσει μ άλλον, απροσάρμοστος, ασύμφωνος, αταίριαστος: Η επίπλωση του σπιτιού τους και η διακόσμησή του είναι ασυνταίριαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)